- Νάουσα
- I
Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας, πλαισιωμένη από πλουσιότατη βλάστηση, δώρο των άφθονων πηγαίων νερών της. Ο Αραπίτσας μάλιστα, που διασχίζει την πόλη, εκτός από τις γραφικότητες της κοίτης και των καταρρακτών του, δίνει κίνηση και στα εργοστάσιά της, όπου απασχολείται σημαντικός αριθμός των κατοίκων της.Ιστορία. Η χρονολογία της ίδρυσης της Ν. δεν είναι γνωστή. Σύμφωνα με την παράδοση, που την ενισχύουν έμμεσες ιστορικές μαρτυρίες, λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και μερικά χρόνια μετά την τουρκική κατάληψη της Βέροιας και της περιοχής της (1358-86), έγινε ανασυνοικισμός και συγκέντρωση των χριστιανών κατοίκων του Βερμίου, οι οποίοι, εξαιτίας της τουρκικής προέλασης και των βιαιοπραγιών των κατακτητών, ζούσαν σε ημιάγρια κατάσταση στα δάση και στις σπηλιές των βουνών της περιοχής. Στο έργο αυτό της αποκατάστασης των κατοίκων στις παλιές ή σε νέες εστίες πρωτοστάτησε ο Τούρκος παιδαγωγός του κατακτητή της Μακεδονίας Αχμέτ Εβρενός μπέη Σιαχ Λιάνης, του οποίου το όνομα συνδέθηκε στενά με την παραχώρηση στους Ναουσαίους διάφορων προνομίων. Τα προνόμια αυτά επέτρεψαν στη Ν. να αποκτήσει κάποια αυτονομία, να αναπτύξει ορισμένους κλάδους της βιοτεχνίας (οπλοποιία, λειτουργία, υφαντουργία, βαφική), να εξελιχθεί σε σημαντικό οικονομικό κέντρο της κεντρικής Μακεδονίας και να παρουσιάσει αξιοσημείωτη εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα, ιδίως κατά τον 18o αι. Το 1795 ο Αλή Πασάς επεδίωξε για πρώτη φορά να αποσπάσει τη Ν. από τη δικαιοδοσία της Πύλης και να την ενσωματώσει στις κτήσεις της τοπαρχίας του. Η άρνηση των κατοίκων να δεχτούν τις προτάσεις του (ενδεχόμενη εφαρμογή τους θα απειλούσε την αυτονομία της Ν.) προκάλεσε την πρώτη επίθεση του Αλή εναντίον της πόλης. Στη δεύτερη επίθεσή του οι Ναουσαίοι ήταν προετοιμασμένοι (είχαν οχυρώσει το 1795-98 την πόλη με πύργους και άλλα αμυντικά έργα) και κατόρθωσαν και πάλι να εξουδετερώσουν τις αλβανικές επιθέσεις (1798). Η πόλη ωστόσο υποτάχθηκε στον σατράπη των Ιωαννίνων το 1804, γεγονός που προκάλεσε αναπόφευκτη κάμψη στην οικονομική κατάσταση του τόπου.Στις αρχές Φεβρουαρίου 1822 η Ν. και η περιοχή της έγιναν το κέντρο μεγάλης εξέγερσης στα πλαίσια της επανάστασης του 1821. Η εξέγερση πραγματοποιήθηκε ύστερα από συνεννοήσεις με τους επαναστάτες του Ολύμπου και των Πιερίων και με πρωτοστάτες τον άρχοντα της Ν. Λογοτέθη Ζαφειράκη, και τους οπλαρχηγούς του Βερμίου Αναστάσιο Καρατάσο και Άγγελο Γάτσο. Οι επαναστάτες επιχείρησαν να καταλάβουν πρώτα τη Βέροια, αλλά απέτυχαν. Οχυρώθηκαν όμως στη μονή Δοβρά, όπου κατόρθωσαν να αμυνθούν για αρκετό καιρό προκαλώντας στους Τούρκους σοβαρές απώλειες (19 Μαρτίου 1822). Μεγάλος αριθμός τουρκικών δυνάμεων (10.000 τακτικός στρατός και 10.600 άτακτοι), με αρχηγό τον στρατιωτικό διοικητή της κεντρικής Μακεδονίας Μεχμέτ Εμίν πασά (ή Εμπού Λουμπούτ), απέκλεισαν τους επαναστάτες στη N., άρχισαν στα τέλη Μαρτίου τις επιθέσεις τους εναντίον των Ελλήνων και κατόρθωσαν, στις 12 με 13 Απριλίου, να εισδύσουν μέσα στην πόλη. Η κατάληψη της Ν. έγινε κατορθωτή ύστερα από την εξουδετέρωση των ελληνικών θυλάκων αντίστασης και την εξόντωση των επαναστατών, που κατέφυγαν στα χωριά του Βερμίου. Στη διάρκεια των τουρκικών βιαιοπραγιών μέσα στη Ν. επιδείχθηκαν πράξεις αυτοθυσίας και ηρωισμού, στον πύργο του Ζαφειράκη, στη θέση Σδουμπάνοι (Αράπιτσα) κ.α. Την παράδοση της πόλης ακολούθησαν σφαγές και ανδραποδισμοί των κατοίκων, καταστροφή των τειχών και άρση των πατροπαράδοτων προνομίων των Ναουσαίων. Η ελάττωση του πληθυσμού είχε αργότερα ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση στη Ν. πολλών βουλγαρικών και τουρκικών οικογενειών, από τις οποίες όμως, κατά τις παραμονές της απελευθέρωσης το 1912, έμειναν στην πόλη ελάχιστες μόνο - και αυτές ελληνόφωνες. Η παλιά βιοτεχνική παράδοση της Ν. συνεχίστηκε με μεγαλύτερη επιτυχία και μετά την απελευθέρωση με την ίδρυση βιομηχανικών υφασμάτων.Αρχαιολογία-μνημεία. Εκτεταμένα ερείπια και μνημεία στην περιοχή, ανάμεσα στη Ν. και στα χωριά Λευκάδια, Koπανός και Χαρίεσσα στηρίζουν την υπόθεση ότι η Ν. είναι διάδοχος σπουδαίας μακεδόνικης πόλης μεταξύ Βέροιας και Έδεσσας. Η ονομασία της αρχαίας αυτής πόλης παραδίνεται σε ύστερες πηγές ως Μίεζα ή Μύεζα, αλλά επιγραφή των Δελφών, που χρονολογείται μεταξύ των ετών 190-180 π.Χ., μας σώζει τη μορφή Μέζα, που ισοδυναμεί προς Μέστα. Αλλά αυτό είναι άλλη μορφή της ονομασίας του ποταμού Νέστου και είναι γενικότερα γνωστή εναλλαγή των δύο ερρίνων (μια - νια, Μεσημβρία - Nesebar). Η Μίεζα εξάλλου, κατά Στέφανον Βυζάντιον, «εκαλείτο Στρυμόνιον», και αυτή είναι πάλι η ονομασία του ποταμού. Φαίνεται λοιπόν ότι η γνωστή μακεδόνικη παράδοση, πως ο μυθικός Βέρης γέννησε τρία τέκνα (Μίεζαν, Βέροιαν, Όλγανον), πρέπει να σχετιστεί προς τα τρία ποτάμια των ισάριθμων υποχρεωτικών διαβάσεων του Βερμίου, στις οποίες αντιστοιχούν οι τρεις σύγχρονες μας (αλλά και ισάριθμες αρχαίες) πόλεις, από Ν προς Β: η Βέροια, η Ν. και η Έδεσσα. Η ονομασία εξελίχτηκε από Μέστα σε Νέστα, σε Νιάστα και σε Νιάουσα, ώσπου να φτάσει στην τελική της μορφή. Από τύπο Νιάγουστα προήλθαν οι ξενικές ονομασίες της τουρκοκρατίας, τελευταία στη σειρά.Από τα ερείπια και τα μνημεία της περιοχής ξεχωρίζουν κυρίως οι μακεδόνικοι τάφοι. Ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος είναι γνωστός ως τάφος των Λευκαδίων, ενώ και άλλοι περιλαμβάνονται στην κοινοτική περιοχή του χωριού Λευκάδια, όπως ο οικογενειακός τάφος Λύσωνα και Καλλικλή, ο ανασκαμμένος από τον Δανό αρχαιολόγο Κ. F. Kinch τάφος κλπ.Ο μεγάλος «τάφος των Λευκαδίων» είναι υπόγειο κτίριο τυμβόχωστο, όπως όλοι οι λεγόμενοι μακεδόνικοι τάφοι. Έχει δύο θαλάμους με συνολικό μήκος περίπου 9 μ. Τόσο περίπου είναι και το πλάτος και το ύψος της πρόσοψης. Είναι λοιπόν ο μεγαλύτερος από τους γνωστούς μακεδόνικους τάφους. Το οικοδομικό υλικό είναι εγχώριος πωρόλιθος. Καλύπτεται από κονίαμα, το οποίο δέχτηκε ζωγραφιστή διακόσμηση, η τοιχοδομία είναι ψευδισοδομική, οι δόμοι έγιναν εναλλάξ με απλή σειρά μπατικών λίθων ή διπλή σειρά δρομικών. Οι αθέατες εξωτερικές πλευρές έμειναν αδούλευτες. Η πρόσοψη είναι διώροφη, με εικονικές στοές: στο υπόγειο δωρική, στον όροφο ιωνική. Η στοά του ισογείου έχει τέσσερις δωρικούς ημικίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Το άνοιγμα της εισόδου καλύπτει ολόκληρο το μεσαίο μετακιόνιο διάστημα. Ήταν φραγμένο, όπως συνηθιζόταν, με ογκόλιθους χτιστούς, αλλά δεν υπήρχαν εδώ τα συνηθισμένα στους μακεδόνικους τάφους μονόλιθα θυρόφυλλα ούτε περίθυρο. Στα μετακιόνια διαστήματα (υποτίθεται στον τοίχο του βάθους της εικονικής στοάς) είναι ζωγραφισμένοι (από αριστερά προς τα δεξιά): ο νεκρός με πολεμική στολή (δερμάτινος θώρακας πάνω από το χιτωνίσκο, χλαμύδα, κρηπίδες, δόρυ, ξίφος), ο ψυχοπομπός Ερμής με το κηρύκειο στο αριστερό χέρι, ο Αιακός καθισμένος σε θώκο για να διδάσκει και ο Ραδάμανθυς όρθιος. Πάνω από τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ αναγράφονται τα ονόματα τους. Το θέμα λοιπόν είναι η κρίση στον άλλο κόσμο. Ο τρίτος από τους Κριτές, ο Μίνως, δεν εικονίζεται, γιατί η έμπνευση πηγάζει από τον Γοργία του Πλάτωνα (523 Ε κ.ε.) όπου ο Μίνως κατά έναν τρόπο ορίζεται από τον Δία ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ πρωτοβαθμίως δικάζουν ο Ραδάμανθυς τους εκ της Ασίας και ο Αιακός τους εκ της Ευρώπης, όπως εδώ. Αυτές και άλλες ομοιότητες της παράστασης προς το κείμενο του πλατωνικού Γοργία θυμίζουν πως είμαστε στη Μίεζα, όπου ο νεαρός ακόμα Αριστοτέλης δίδαξε (341-339 π.Χ.) τον Αλέξανδρο και τους εταίρους του με βάση τους πλατωνικούς διαλόγους. Ψηλότερα στην πρόσοψη του τάφου οι έντεκα μετόπες είναι ζωγραφισμένες με παραστάσεις κενταυρομαχίας. Το θέμα συμβολίζει την πάλη του ελληνικού κόσμου προς τη βαρβαρότητα, που ξαναγυρίζει στην τέχνη μετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, όπως συνέβη και μετά στους Περσικούς πολέμους. Ο δωρικός ρυθμός ολοκληρώνεται άνω με δωρικό γείσο και σίμη στολισμένη με φυτικά μοτίβα· ο ιωνικός ρυθμός του ορόφου πατεί πάνω στο ιωνικό γείσο, που στεγάζει ζωφόρο. Στη ζωφόρο εικονίζεται μάχη ιππέων και πεζών, Μακεδόνων κατά Περσών. Η ζωφόρος είναι πλασμένη με πηλό. Τους πήλινους όγκους στηρίζουν σιδερένια καρφιά. Το βάθος είναι βαθυκύανο και με ποικίλα απλά χρώματα έχουν ζωγραφιστεί οι λεπτομέρειες των μορφών. Οι Μακεδόνες διακρίνονται από τη στολή και τον οπλισμό (π.χ. ο πρώτος από δεξιά επιτιθέμενος πολεμιστής) που μοιάζουν με του νεκρού· οι Πέρσες διακρίνονται κυρίως από την τιάρα και τις αναξυρίδες, και κατά κανόνα αμύνονται (π.χ. ο δεύτερος από δεξιά πολεμιστής). Στο αριστερό άκρο της παράστασης ο ιππέας του συμπλέγματος εξαίρεται περισσότερο από κάθε άλλη μορφή και είναι ίσως ο νεκρός πάλι. Είναι πιθανό ότι θέμα της ζωφόρου είναι μια μάχη της κοσμογονικής εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατά την oποία ο νεκρός είχε διακριθεί. Ψηλότερα, στον όροφο της πρόσοψης, υπάρχουν έξι ιωνικοί ημικίονες ανάμεσα σε παραστάδες και, στα μετακιόνια, εικονικές θύρες ή παράθυρα. Ο ιωνικός θριγκός και το αέτωμα διατηρούνται μόνο σε κομμάτια πεσμένα. Είναι βέβαιο πως είχαμε και στο αέτωμα πλαστική και έγχρωμη παράσταση. Ο πλατύς και ψηλός προθάλαμος του τάφου είναι λευκός και απλούστερος. Η μόνη του διακόσμηση είναι το ανάγλυφο περίθυρο της εισόδου προς τον θάλαμο, από μία ανάγλυφη ασπίδα στην κάθε πλευρά και, λίγο ψηλότερα, ζώνη ανάγλυφη τριγυρίζει τον θάλαμο, πλασμένη από το κονίαμα μόνο, ενώ τα περισσότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία του τάφου, είναι σκαλισμένα πρώτα στον λίθο, πριν καλυφθούν με το κονίαμα. Ο νεκρικός θάλαμος έχει αρχιτεκτονική διάρθρωση εικονική, όπως και η πρόσοψη, δίνει δηλαδή εικόνα περιστυλίου: πάνω σε πόδιο δύο ανάγλυφες παραστάδες σε κάθε μία από τις τρεις πλευρές (εκτός της πλευράς της εισόδου) και άλλες (που σπάνε σε δύο μισές) στις γωνίες. Οι παραστάδες στηρίζουν ανάγλυφο ιωνικό θριγκό, του οποίου οι λεπτομέρειες φέρουν επίσης την τυπική έγχρωμη διακόσμηση, ενώ το βάθος των τοίχων είναι κόκκινο (της Πομπηίας). Από την επίπλωση και τα πλούσια κτερίσματα του τάφου ελάχιστα πράγματα βρέθηκαν, γιατί ο τάφος είχε συληθεί επανειλημμένα. Ένα κομμάτι μάρμαρο, άσχετο προς τον τάφο, βρέθηκε στα χώματα του προθαλάμου. Σώζει μέρη από πράξεις αγοραπωλησίας κτημάτων και, μεταξύ άλλων, αναφέρει επιστάτες (βασιλικούς άρχοντες), ιερείς Ασκληπιού, ταγούς (για πρώτη φορά στη Μακεδονία συναντάται εδώ αυτό το όνομα αρχόντων, συνηθισμένο στη Θεσσαλία) κλπ. Μερικά από τα αναφερόμενα πρόσωπα συνοδεύονται από το εθνικό (Σκυδραίος και, για πρώτη φορά, Μαρινιαίος, από την πόλη Μαρινία, κοντά πιθανώς στη σημερινή Μαρίνα, πρώην Τσαρμαρίνοβο). Η επιγραφή χρονολογείται περί το 200 π.χ., ενώ ο τάφος είναι ο αρχαιότερος κατά περίπου μία εκατονταετία: με βάση τεχνοτροπικά και άλλα κριτήρια χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι της γενεάς του Αλεξάνδρου. Σε κάποιον παλαίμαχο της δοξασμένης εκστρατείας ανήκει πιθανώς ο τάφος και στην πρόσοψη έχουμε ζωγραφισμένο το πορτραίτο του.Αν ο τάφος των Λευκαδίων είναι μοναδικό μνημείο αρχαίας αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και μάλιστα ζωγραφικής, ένας άλλος τάφος της περιοχής είναι από παλαιότερα γνωστός: είναι ο τάφος που ανέσκαψε στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο Δανός αρχαιολόγος Κ. F. Kinch, ο οποίος τον δημοσίευσε σε δυσπρόσιτη δανική έκδοση το 1920· από τότε αναδημοσιεύεται κυρίως η ζωγραφική παράστασή του σχεδόν σε όλα τα βιβλία αρχαίας ελληνικής τέχνης και ιδιαίτερα ζωγραφικής. Ατυχώς, στο μεταξύ αφανίστηκε η ζωγραφιά. Εικόνιζε Μακεδόνα έφιππο να δορατίζει βάρβαρο πεζό. Η ζωγραφιά ήταν στον τοίχο του βάθους του νεκρικού θαλάμου. Τελευταία αναστηλώθηκε ο προθάλαμος του τάφου και η πρόσοψη.Ένας τρίτος τάφος, μονοθάλαμος αυτός με μικρό προθάλαμο, είναι ανεσκαμμένος από τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Στην πρόσοψή του διαμορφώνεται θύρα και αέτωμα· στους τοίχους του προθαλάμου, αριστερά, είναι ζωγραφισμένος βωμός, στον οποίο αναρριχάται φίδι, δεξιά εικονίζεται γεμάτο με νερό περιρραντήριο και κλαδί δάφνης· στο υπέρθυρο προς τον νεκρικό θάλαμο υπάρχει η επιγραφή Λύσωνος - Καλλικλέους των Αριστοφάνους. Αλλά μέσα στον νεκρικό θάλαμο, στον τοίχο του βάθους, πάνω από κόγχες με την τεφροδόχο των νεκρών διαβάζουμε τα ονόματα τριών αδελφών, παιδιών του Αριστοφάνη (και των γυναικών τους)· του τρίτου το όνομα ήταν Εύιππος. Γύρω είναι οι κόγχες με την τεφροδόχο και τα ονόματα των απογόνων. Ο τάφος λοιπόν είναι σαφώς οικογενειακός, όπως άλλωστε θα ήταν οι περισσότεροι μακεδονικοί τάφοι. Πλουσιότατη είναι η ζωγραφική διακόσμηση του νεκρικού θαλάμου. Το μνημείο είναι ένα από τα υστερότερα της σειράς των μακεδονικών τάφων (2ος μ.Χ. αι.).Ένα πλήθος άλλων τάφων βρέθηκαν τυχαία και ερευνήθηκαν. Άλλοι είναι χτιστοί, του τύπου των λεγόμενων μακεδόνικων, άλλοι λαξευτοί στον μαλακό πωρόβραχο της θέσης Ρουντίνα, ενώ άλλοι μένουν άσκαπτοι. Τα κινητά ευρήματα των τάφων φυλάσσονται στα μουσεία της Θεσσαλονίκης (τα παλιότερα) και της Βέροιας (τα πρόσφατα).Με τόσους πολλούς και τόσο σπουδαίους ελληνιστικούς τάφους θα περίμενε κανείς πολλά ερείπια ελληνιστικών κτιρίων. Άργησαν να φανούν. Επιφανειακές έρευνες εντόπισαν πρώτα το «Νυμφαίο κοντά στη Μίεζα», όπως αναφέρεται από αρχαία κείμενα. Εκπληκτικά λαξεύματα του βράχου εκτείνονται σε εκατοντάδες μέτρων. Είχε προηγηθεί λατομία κατά την αρχαιότητα για οικοδομικό υλικό των κατασκευών, της οποίας διατηρούνται σημαντικά λείψανα. Ακολούθησαν ισοπεδώσεις κα λάξευση των κατακόρυφων παρειών χάρη της οικοδόμησης και της λατρείας. Από τα κτίρια διατηρούνται λείψανα στοάς, τα οποία αποκάλυψε η περιορισμένη ανασκαφή, ενώ τρία σπήλαια κατά ένα μέρος φυσικά, κατά ένα μέρος με έντεχνη διαρρύθμιση, καθαρίστηκαν, αλλά δεν ερευνήθηκαν ακόμα.Εκτός από το Νυμφαίο, κατά τα τελευταία χρόνια, αποκαλύφθηκαν τυχαίως και σε άλλη θέση ελληνιστικά λείψανα, που ανήκουν σε μνημειακή κατασκευή. Σε νεότερους, ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ανήκουν κτίρια ανασκαμμένα μόνο κατά ένα μέρος στη θέση Τσιφλίκι, στη θέση Μπαλτανέτο και μέσα στη Ν., στα οποία βρέθηκαν θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα. Στην ίδια εποχή ανήκει κτίριο στην περιοχή του γειτονικού χωριού Στενήμαχος, όπου ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά μέλη κιονοστοιχίας κλπ. Γλυπτά και επιγραφικά ευρήματα και νομίσματα, τα περισσότερα ρωμαϊκών χρόνων ήρθαν τυχαία στο φως κατά καιρούς από διάφορες θέσεις. Από τα κινητά αυτά ευρήματα αξιολογότερη είναι προτομή του μακεδονικού ήρωα (ποτάμιου δαίμονα) Ολγάνου, αδελφού της Βεροίας και της Μιέζης κατά τον μύθο, που βρέθηκε στον Κοπανό και έχει δεσπόζουσα θέση στο μουσείο της Βεροίας. Τεμάχια από μαρμάρινο έφιππο ανδριάντα βρέθηκαν επίσης τυχαίως και φυλάσσονται στο ίδιο μουσείο. Σπουδαία συμβολή στην αρχαία τοπογραφία της περιοχής προσφέρουν ακρόβαθρα γεφυρών της Αράπιτσας και των κλάδων της. Με τα δεδομένα αυτά συμπεραίνεται ότι η αρχαία Μίεζα απλωνόταν «κωμηδόν» στα ανδηρωτά επίπεδα από τη Ν. έως τον κάμπο, όπου η βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Τη θέση αυτή παλαιότερα απέδιδαν στο άσημο Κίτιο, το οποίο μόνο μια φορά αναφέρεται από τον Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, ενώ το Νυμφαίο της Μίεζας το τοποθετούσαν κοντά στη «βεροιώτικη βρύση» στην «παλιοσωτήρα» και στο «σπήλιο». Τώρα στη Μίεζα αποδίνεται όλος ο χώρος ανάμεσα στη Ν., στον Κοπανό και στα Λευκάδια, ενώ το ασήμαντο Κίτιο πρέπει να αναζητηθεί βορειότερα, προς την Έδεσσα, κοντά στη βόρεια από τις τρεις υποχρεωτικές διαβάσεις του Βερμίου, από όπου θα πρέπει να πέρασε ο Περσέας για να συναντήσει τον Αιμίλιο Παύλο (Λίβιος 42,51 εκ.).
Το στόμιο του πρώτου από τα τρία σπήλαια και μέρος από έντεχνα λαξεύματα.
Από τη ζωγραφιστή παράσταση του τάφου, που αποκάλυψε στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο Δανός αρχαιολόγος K.F. Kinch, δε σώζεται σχεδόν τίποτε πια. Διάσωσε όμως ο Kinch το θέμα της παράστασης στο ζωγραφικό αντίγραφο, που δημοσιεύεται εδώ: Μακεδόνας ιππέας δορατίζει βάρβαρο. Είναι ένας από τους ενδιάμεσους κρίκους, που από τον κλασικό Δεξίλεω του Κεραμεικού φτάνουν στον Άγιο Γεώργιο και στον Άγιο Δημήτριο της μνημειακής χριστιανικής εικονογραφίας.
Πολύχρωμα ψηφιδωτά δάπεδα μιας αγροτικής έπαυλης των ρωμαϊκών χρόνων, που ήρθαν στο φως το 1963 στη θέση Μπαλτανέτο, κοντά στη Νάουσα.
Λεοντοκέφαλη σίμη από το Νυμφαίο της Νάουσας (Μιέζα). Κάπου κοντά στο νυμφαίο ήταν το σχολείο που ίδρυσε ο Φίλιππος για το γιο του Αλέξανδρο.
Το δημοτικό πάρκο της Νάουσας.
Άποψη από μακριά του Νυμφαίου της Μίεζας.
Μέρος από τα λαξεύματα του βράχου και αρχιτεκτονικά λείψανα στοάς ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο σπήλαιο του Νυμφαίου. Όλα ήταν σκεπασμένα από πλούσια βλάστηση και ήρθαν στο φως το 1965-1968.
Στον αρχαιολογικό αυτό χάρτη της περιοχής της Νάουσας, σημειώνονται με αριθμούς: το Νυμφαίο της Μίεζας (35), όπου βρισκόταν η «Σχολή» του Αριστοτέλη, μνημειώδεις μακεδόνικοι τάφοι (1, 2, 3, 4, 19, 34? 1 = ο τάφος των Λευκαδίων, 3 = ο τάφος του Kinch), άσκαπτος τύμβος (33), ελληνιστικοί τάφοι λαξευτοί (8 - 12, 1 7) και άλλοι αδημοσίευτοι (13 - 1 5, 24), νεκροταφείο ανερεύνητο (23), λείψανα ελληνιστικών κτιρίων (38), κτίρια ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά με ψηφιδωτά δάπεδα και κιονοστοιχίες (6, 25, 29, 31), γλυπτά και επιγραφικά ευρήματα ρωμαϊκών χρονών (7, 16, 18, 20, 30, 32) και ακρόβαθρα γεφυρών (5, 21). Σημειώνονται επίσης θέσεις που σχετίζονται με το τοπογραφικό πρόβλημα της περιοχής, όπως η εκκλησία του Αγίου Νικολάου μεταξύ Κοπανού και Λευκαδίων (22), το «Νησί» (36) και η Γάστρα (37), η Βεροιώτικη Βρύση (26), η Παλιοσωτείρα (27) και ο Σπήλιος (28).
Κοντά στη Νάουσα, στην κοινοτική περιοχή του χωριού Λευκάδια, στο δρόμο από την αρχαία Μίεζα προς την πρωτεύουσα των Μακεδόνων Πέλλα, βρίσκεται ο σπουδαιότερος μακεδόνικος τάφος, που ήρθε στο φως στη δεκαετία (1954-1964), αναπαράσταση του οποίου δημοσιεύεται εδώ. Υπόγειο τυμβόχωστο κτίριο, δωρικού ρυθμού, αποτελεί μοναδικό μνημείο αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και κυρίως ζωγραφικής. Η πρόσοψη του (9 x 9 μ. περίπου) διαμορφώνεται σε δύο ορόφους, σαν όψη πλευράς ανάκτορου. Ανάμεσα στις κολόνες εικονίζεται ο νεκρός πολεμιστής (αριστερά), που ακολουθεί τον ψυχοπομπό Ερμή προς τους κριτές του Άδη, τον Αιακό (καθισμένο στο θώκο) και το Ραδάμανθυ.
Γενική άποψη της πεδιάδας της Νάουσας.
Γενική άποψη της Νάουσας. Είναι η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη του Νομού Ημαθίας.
Το πάρκο της Νάουσας.
IIΤο καρναβάλι της Νάουσας (στη φωτογραφία εδώ μια σκηνή του), με χαρακτηριστικά τοπικά στοιχεία τις «μπούλες».
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) της Πάρου. Βρίσκεται στις βόρειες ακτές της Πάρου.Υπάγεται διοικητικά….
Dictionary of Greek. 2013.